- απόληξη
- η (AM ἀπόληξις) [απολήγω]νεοελλ.1. περάτωση, κατάληξη2. ακραίο τμήμα αντικειμένου||| αρχ.1. παύση, λήξη2. το τέλος πρότασης ή περιόδου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπολήξῃ — ἀπολήξηι , ἀπόληξις cessation fem dat sg (epic) ἀπολαγχάνω obtain a portion of fut ind mid 2nd sg ἀπολήγω leave off aor subj mid 2nd sg ἀπολήγω leave off aor subj act 3rd sg ἀπολήγω leave off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… … Dictionary of Greek
νημάτιο — το 1. λεπτό νήμα, λεπτή κλωστή 2. ανατ. νηματοειδής απόληξη μερικών οργάνων ή κυτταρωδών στοιχείων τού σώματος («οσφρητικά νημάτια») 3. φρ. «τελικό νημάτιο» ανατ. νηματοειδής απόληξη τού τελικού κώνου τού νωτιαίου μυελού η οποία έχει μήκος 20… … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αιχμή — Το μυτερό πρόσθιο άκρο διαφόρων σύγχρονων εργαλείων ή όπλων (όπως το ξίφος και η ξιφολόγχη) καθώς και όπλων του παρελθόντος (όπως το βέλος, το δόρυ κ.ά.). Η α. είναι ένα από τα αρχαιότερα δημιουργήματα του ανθρώπου. Η επινόησή της χάνεται στα… … Dictionary of Greek
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
ακροτελής — ἀκροτελής, ὲς (Α) αυτός που έχει αιχμηρή απόληξη, ο μυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + τελὴς < τέλος] … Dictionary of Greek
αμφικροταφίδα — ( ίς, ίδος), η σφύρα μεταλλωρύχων που έχει όμοια και τα δύο άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμφι * + κροταφίς «σφυρί με οξεία απόληξη» < κρόταφος. Η λ. αναφέρεται για πρώτη φορά σε εγκυκλοπαιδικό λεξικό από τον Κ. Μητσόπουλο, φυσιοδίφη] … Dictionary of Greek
αποκορυφώνομαι — (Α ἀποκορυφῶ, όω, οῡμαι, όομαι) φθάνω στο αποκορύφωμα, στο ανώτατο σημείο αρχ. Ι. ( ώ) 1. σχηματίζω κορυφή 2. απαντώ περιληπτικά II. ( ούμαι) απολήγω σε κορυφή, έχω μυτερή απόληξη ή άκρη … Dictionary of Greek
απολήγω — (Α ἀπολήγω) [λήγω] νεοελλ. καταλήγω σε κάτι, έχω ως αποτέλεσμα αρχ. 1. δίνω τέλος σε κάτι 2. παύω, σταματώ, περνώ 3. σταματώ να κάνω κάτι 4. (για άνεμο) κοπάζω, πέφτω 5. (μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀπολῆγον η απόληξη, η άκρη, το άκρον … Dictionary of Greek